-
1 приготовление
приготовление с 1) η προετοιμασία 2) (пищи ) το μαγείρευμα* * *с1) η προετοιμασία2) ( пищи) το μαγείρευμα -
2 тушение
I.(напр. пожара) το σβήσιμο, η σβέση.II.(напр. мяса) το μαγείρευμα σε αργή/μικρή φωτιά, το σιγοβράσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тушение
-
3 варка
варкаж τό βράσιμο[ν]:\варка пищи τό μαγείρευμα; \варка пива ἡ ζυθοποιία. -
4 допарить
ρ.σ.μ. τελειώνω το μαγείρευμα, απομαγειρεύω πνικτό• βράζω αεροστεγώς ως.1. βλ. допарить.2. κάνω ατμόλουτρο ώσπου να. -
5 изготовка
-и θ.1. (απλ.) φτιάξιμο, επεξεργασία. || ετοιμασία. || μαγείρεύμα.2. (στρατ. κ. αθλτ.) (προ)ετοιμασία.εκφρ.взять ружь на -у – σκοπεύω (ετοιμάζω) το δπλο για βολή. -
6 кухня
-и θ.1. μαγειρείο, μαγεριό, κουζίνα. || μαγειρική• μαγείρευμα. || μτφ. χαλκείο.2. ιδιάζουσα μαγειρική•греческая кухня ελληνική κουζίνα•
французская кухня γαλλική κουζίνα.
-
7 отстряпать
-
8 приготовление
-я ουδ.1. (προ)ετοιμασία,παρασκευή, προπαρασκευή (προ)κατάρτιση.2. προδιάθεση.3. μαγειρευμα. || εξασφάλιση.εκφρ.без -я – απροετοίμαστα. -
9 стряпание
-я ουδ.μαγείρευμα, ετοιμασία φαγητού. || μτφ. σκάρωμα. -
10 стряпня
-й θ.1. το μαγείρευμα, ετοιμασία φαγητού.2. το φαγητό.3. μτφ. σκάρωμα (έργου λογοτεχνικού ή άλλου) -
11 тушение
См. также в других словарях:
μαγείρευμα — that which is cooked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεύμασιν — μαγείρευμα that which is cooked neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεύματα — μαγείρευμα that which is cooked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείρεμα — και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) [μαγειρεύω] το μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. 1. η ενέργεια τού μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού 2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία νεοελλ. μσν. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
παρεμπλοκή — ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω] 1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο 2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού 3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών 4. α) παρεμβολή β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη… … Dictionary of Greek
φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek