Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) το μαγείρευμα

См. также в других словарях:

  • μαγείρευμα — that which is cooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρεύμασιν — μαγείρευμα that which is cooked neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρεύματα — μαγείρευμα that which is cooked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείρεμα — και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) [μαγειρεύω] το μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. 1. η ενέργεια τού μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού 2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία νεοελλ. μσν. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπλοκή — ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω] 1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο 2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού 3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών 4. α) παρεμβολή β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη… …   Dictionary of Greek

  • φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»